παρήλιος

παρήλιος
(Αστρον.). Ονομάζεται έτσι μια λαμπρή κυκλική κηλίδα που φαίνεται στον ουρανό είτε από τη μια πλευρά του ηλιακού δίσκου είτε και από τις δύο. Λέγεται και ψεύτικος Ήλιος. Παρόμοιες κηλίδες, που σχηματίζονται από το φως της Σελήνης, ονομάζονται παρασελήνες.
* * *
-α, -ο / παρήλιος, -ον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στον Ήλιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το παρήλιο
(μετεωρ.) φωτεινό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, το οποίο, όπως και η άλως, δημιουργείται κατά την ανάκλαση τού φωτός πάνω σε μικρούς παγοκρυστάλλους που αιωρούνται στην ατμόσφαιρα
αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ παρήλιος και τὸ παρήλιον
ψεύτικος Ήλιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρήλιος — parhelion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηλίοις — παρήλιος parhelion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηλίου — παρήλιος parhelion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηλίους — παρήλιος parhelion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηλίων — παρήλιος parhelion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήλιοι — παρήλιος parhelion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήλιον — παρήλιος parhelion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • parhelio — (Del gr. para, junto a + helios, sol.) ► sustantivo masculino ASTRONOMÍA Fenómeno que consiste en la aparición simultánea de varias imágenes del Sol reflejadas en las nubes, producido por la reflexión de la luz solar sobre los pequeños cristales… …   Enciclopedia Universal

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • ηλιόσκυλος — ο το φάσμα τού ήλιου όταν ανακλάται στα σύννεφα, ο παρήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + σκύλος «δέρμα» (< σκύλλω «σχίζω, γδέρνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”